-
1 ῥεμβώδης
ῥεμβ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥεμβώδης
-
2 στεγανός
A covering so as to keep out water, water-tight,τρίχα X.Cyn.5.10
; ; of other things,κλῶνες.. κεράμων -ώτεροι AP9.71
(Antiphil.); πυκνὸν καὶ ς. Plu.2.692a;προβλημάτων -ώτατον πρὸς ὀϊστούς Id.Ant.45
.II closely covered, sheathed, λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, of Polynices, represented as an eagle, covered by his white Argive shield (cf. λεύκασπις), S.Ant. 114 (anap.); of a building, ἄνωθεν ς. roofed over, Th.3.21, cf. Trag.Adesp.115, Call.Cer. 55, D.H.1.26;οὓς [ναοὺς].. δοκὸς στεγανοὺς παρέχει E.Fr.472.6
(anap.).4 metaph., τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ οὐ ς. its intemperance and leakiness, Pl.Grg. 493b; and of persons, close, reserved, prov.,Ἀρεοπαγίτου -ώτερος Alciphr.1.13
, cf. Them.Or.21.263a, Or.26.323d, etc.III Adv. - νῶς confinedly, through a covered passage or tube, ἡ πνοὴ ἰοῦσα ς. Th.4.100; πωμάσαι ς. cover tightly, Dsc.2.76.14: [comp] Comp.,- ώτερον πρὸς τὰς τῶν ὑετῶν φορὰς ἀντέχειν Ph.2.513
;ναῦς -ώτατα ἔχει Aristid.Or.34(50).31
.2 metaph.,- ώτερον φρονεῖν AP5.215
(Agath.);- ώτατα κατεῖχεν ἔνδον τὴν αὑτοῦ γνώμην Memn. 6
.—Cf. στεγνός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεγανός
-
3 Κέως
Κέως, ἡ, Ceos, one of the Cyclades, IG12(5).532.7, Str.10.5.6, etc.:—hence [full] Κεῖος, [dialect] Ion. [full] Κήϊος, ὁ, a Ceian, Hdt.5.102, etc.; οὐ Χῖος, ἀλλὰ Κεῖος not a (roguish) Chian, but an (honest) Ceian, proverb in Ar.Ra. 970;Aἀκόλαστόν τινα.., καὶ οὐδαμῶς Κεῖον Pl.Prt. 341e
, cf. Lg. 638b; prov., ἐν Κέῳ τίς ἡμέρα; Crates Com.29.5. (Not to be confused with [full] Κέος IG42(1).122.117, or with [full] Κέος Hdt.8.76 (cf. Wiener Sitzb.211(1).30).) -
4 νόσος
νόσος, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. (not [dialect] Dor., cf. Berl.Sitzb.1927.156 ([place name] Cyrene)) [full] νοῦσος, ἡ,A sickness, disease, plague, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν (sc. Apollo),ὀλέκοντο δὲ λαοί Il.1.10
; ;δολιχὴ ν. 11.172
;νοῦσοι ἀργαλέαι Hes. Op.92
:— Phrases:ἐς ν. πεσεῖν A.Pr. 473
;ἐς ν. ἐμπίπτειν Antipho 1.20
;νόσον ἐμπεπτωκέναι τοῖς κτήνεσιν X.Cyr.8.3.41
;μοι ν. ἐπήλυθεν Od.11.200
;νόσῳ ληφθέντι S.Tr. 445
; κάμνειν νόσον, ὑπὸ νόσου, v. κάμνω; ἀσθενεῖν ταύτην τὴν νόσον Isoc.19.24;ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη Hdt.1.22
; θήλεα ν. ib. 105, cf. Hdn.4.12.2; ἱερὰ νόσος, v. ἱερός IV. 8: ν. defined, Gal.7.43.2 disease of mind, esp. caused by madness, passion, vice, etc.,ν. φρενῶν A.Pers. 750
(troch.); θεία ν., i.e. madness, S.Aj. 185 (lyr.); μανιάσιν ν. ib.59; λυσσώδη ν. ib. 452; of love, Id.Tr. 491;Ἀφροδίτας ν. E.Hipp. 767
(lyr.);ἀκόλαστον ἔσχε γλῶσσαν, αἰσχίστην ν. Id.Or.10
;τῆς μεγίστης ν., ἀνοίας Pl.Lg. 691d
; ν. καὶ στάσιν οὐ ταὐτὸν νενόμικας; Id.Sph. 228a.
См. также в других словарях:
νοσώδης — ες (ΑΜ νοσώδης, ῶδες) [νόσος] 1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος 2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῑαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις» … Dictionary of Greek
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
στεγανός — ή, ό / στεγανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν. γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά 1.… … Dictionary of Greek